αρρωστος

αρρωστος
    ἄρρωστος
    ἄ-ρρωστος
    и Anth. ἄρωστος 2
    1) слабый, болезненный, хилый Xen., Arst., Plut.
    

οὐκ ἄ. τέν ψυχήν Xen. — разумный человек

    2) неспособный, непригодный
    

(πρὸς τὰς πράξεις Isocr.)

    3) несклонный, нерасположенный
    

(ἐς τέν μισθοδοσίαν Thuc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αρρωστος" в других словарях:

  • ἄρρωστος — weak masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρρωστος — η, ο (AM ἄρρωστος, ον) 1. ο αδύνατος, ο ασθενής 2. ο ψυχικά ασθενής νεοελλ. 1. μτφ. ο καταστενοχωρημένος, αυτός που δεν έχει διάθεση 2. ο παράλογος (π.χ. άρρωστη φαντασία, άρρωστος εγωισμός) αρχ. ο απρόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρώννυμαι (παθ …   Dictionary of Greek

  • άρρωστος — η, ο αυτός που πάσχει από κάτι, ο ασθενής: Δυο μήνες πάνε που είναι άρρωστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρρωστότερον — ἄρρωστος weak adverbial comp ἄρρωστος weak masc acc comp sg ἄρρωστος weak neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστοτέρων — ἄρρωστος weak fem gen comp pl ἄρρωστος weak masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστότατον — ἄρρωστος weak masc acc superl sg ἄρρωστος weak neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρώστως — ἄρρωστος weak adverbial ἄρρωστος weak masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρρωστον — ἄρρωστος weak masc/fem acc sg ἄρρωστος weak neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστοτάτη — ἄρρωστος weak fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστοτέρους — ἄρρωστος weak masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστότατος — ἄρρωστος weak masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»